Εδώ και πάρα πολλά χρόνια η κυπριακή πολιτεία συζητά για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία αντιμετωπίζει συσσωρευμένα προβλήματα που έχουν σχέση αφενός με την οικονομική βιωσιμότητα των Δήμων και αφετέρου με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες.
Σ’ αυτή τη συζήτηση και σ’ αυτό το μακρύ οδοιπορικό, το συνδικαλιστικό κίνημα συμπεριφέρθηκε με ύψιστη υπευθυνότητα και υπέβαλε στο τραπέζι του διαλόγου απλές και υλοποιήσιμες εισηγήσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι συμπλεγματοποιημένες δημοτικές υπηρεσίες και η μείωση του αριθμού των Δήμων.
Δυστυχώς αυτή την ώρα τα πράγματα βρίσκονται σε μια επικίνδυνη στασιμότητα και ο λόγος οφείλεται στην ατολμία και στην απουσία της αναγκαίας πολιτικής βούλησης που θα σπρώξει τα πράγματα προς τον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση.
Υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση, εφησυχασμός και αναβλητικότητα τόσο από τα πολιτικά κόμματα, (αρκετά νομοσχέδια συζητήθηκαν εξαντλητικά στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές), όσο και από τους Δημοτικούς άρχοντες, οι οποίοι επιχειρούν να λύσουν τα οποιαδήποτε προβλήματα δημιουργούνται ως προς τις ελλειμματικές υπηρεσίες που προσφέρουν στους δημότες, μέσω της ανεξέλεγκτης αγοράς υπηρεσιών.
Εργοδοτούν κόσμο χωρίς ρυθμισμένους όρους εργασίας και δημιουργούν «σκλαβοπάζαρα», την ώρα που ως θεσμοθετημένα όργανα της πολιτείας τα Δημαρχεία, όφειλαν να είναι πρότυπα καλών εργοδοτών, εφαρμόζοντας πλήρως τις πρόνοιες των συλλογικών συμβάσεων.
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και επείγει. Ήδη ξεπεράσαμε κατά πολύ τη δωδεκάτη γι’ αυτό οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να προχωρήσουν στην αναγκαία μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πριν αυτή καταρρεύσει από μόνη της.