Η απασχόληση εργαζομένων από Τρίτες Χώρες στην κυπριακή οικονομία δεν είναι μόνο θέμα αριθμητικό. Είναι θέμα που αφορά και πολλούς άλλους παράγοντες, όπως είναι π.χ. η κατάρτιση, οι δεξιότητες, οι γνώσεις και οι εμπειρίες που διαθέτουν όσοι εντάσσονται στην κυπριακή αγορά εργασίας. Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό έχουν σχέση τόσο με την εθνική παραγωγικότητα όσο και με την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών που φθάνουν στον καταναλωτή.
Η μέχρι σήμερα πολυετής εμπειρία έδειξε και απέδειξε πως, η αλόγιστη απασχόληση ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού από Τρίτες Χώρες συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της παραγωγικότητας κυρίως στον ξενοδοχειακό τομέα και αυτό το στοιχείο πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη αυτήν την εποχή που το συγκεκριμένο θέμα συζητείται στο υπουργείο Εργασίας.
Σε μια άλλη διάσταση, εξίσου σοβαρή, το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, είναι ιδιαίτερα επιρρεπές σε εργατικά ατυχήματα, γι’ αυτό πριν την ένταξη τους στην αγορά θα πρέπει να εκπαιδεύονται σε θέματα ασφάλειας και υγείας. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να είναι υποχρεωτική και η ευθύνη υλοποίησης της να ανήκει στους εργοδότες, ενώ ο έλεγχος της ποιότητας της κατάρτισης πρέπει να ανήκει στην κυβέρνηση, η οποία έχει και την ευθύνη της παραχώρησης των αδειών απασχόλησης εργαζομένων από Τρίτες Χώρες.
Μέχρι σήμερα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, εισάγονται και εντάσσονται στην κυπριακή αγορά εργασίας, λογής – λογής εργαζόμενοι και ότι προκύψει, προέκυψε. Και αυτό είναι και λάθος
και επικίνδυνο.
Αυτό πρέπει να αποτελεί οριστικά παρελθόν, αν θέλουμε πέραν της αριθμητικής διάστασης
και ποσότητας να έχουμε και ποιότητα στα όσα παράγουμε και στα όσα προσφέρουμε στην κοινωνία και στους καταναλωτές, δημιουργώντας παράλληλα, συνθήκες ομαλής, αξιοπρεπούς και ποιοτικής αγοράς εργασίας.