Η κατάσταση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νησιωτικά κράτη και οι περιοχές της ΕΕ αναδείχθηκαν στη συνδιάσκεψη του Συλλόγου πρώην μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 2024, στο Μέγαρο της ΣΕΚ, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους της Κύπρου, στην παρουσία και του Υφυπουργού Μετανάστευσης.
Στον χαιρετισμό του, ο Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Φ. Μάτσας, αναφέρθηκε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κύπρος λόγω της μεταναστευτικής κρίσης.
Όπως τόνισε, η γεωγραφική θέση του νησιού το καθιστά πρώτο σημείο αναφοράς για τις μεταναστευτικές ροές, είτε από την Αφρική είτε από την Ανατολή.
Συνδέοντας το ζήτημα αυτό με τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ο κ. Μάτσας τόνισε την ανάγκη η ΕΕ να υιοθετήσει μια πιο συντονισμένη και αλληλέγγυα πολιτική απέναντι στη διαχείριση της μετανάστευσης, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των κρατών-μελών και η ένταξη των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες.
Ο κ. Μάτσας υπογράμμισε επίσης τις προκλήσεις που δημιουργούνται από την έλλειψη ενιαίας μεταναστευτικής πολιτικής στην ΕΕ, με αποκλίνουσες τάσεις από διάφορα κράτη-μέλη. Η μη ύπαρξη κοινής προσέγγισης, όπως σημείωσε, μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές εντάσεις και στην άνοδο ακραίων κινημάτων που αντιτίθενται στη δημοκρατική λειτουργία της ΕΕ.
Στη συνέχεια, ο Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Νικόλας Ιωαννίδης, ανέφερε ότι η υποστήριξη των νησιωτικών κρατών δεν είναι μόνο ζήτημα δίκαιης κατανομής βαρών, αλλά και στρατηγικής σημασίας για την κοινή ευημερία της ΕΕ.
Ο κ. Ιωαννίδης χαρακτήρισε τη μετανάστευση ως συλλογική πρόκληση που κανένα κράτος δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει από μόνο του. Ως εκ τούτου, σημείωσε, καθίσταται αναγκαία η ενίσχυση της υποστήριξης προς την Κύπρο και τα νησιωτικά κράτη, τα οποία συνήθως αποτελούν κράτη πρώτης γραμμής, με την παροχή των απαραίτητων πόρων και εργαλείων ώστε να καταστεί δυνατή η διαχείριση του μεταναστευτικού ρεύματος. Πρόσθεσε ότι θα πρέπει να προωθηθεί η αλληλεγγύη και η συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ώστε να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή ευθυνών και προκλήσεων.
Όπως δήλωσε, οι πρόσφατες αλλαγές πολιτικής της ΕΕ, όπως περιγράφονται στο Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, δείχνουν μια στροφή προς μια πιο ολοκληρωμένη και συντονισμένη προσέγγιση. Παρ’ όλα αυτά, ανέφερε, υπάρχουν αρκετές προκλήσεις ως προς την εφαρμογή του.
Σημείωσε ακόμα ότι η μεταστροφή αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς τα κράτη μέλη έχουν αναγκαστεί να πάρουν μονομερή μέτρα για να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές. Αναφέρθηκε στο πρόσφατο παράδειγμα των μέτρων που έχει υιοθετήσει η Γερμανία, αλλά και σε πολιτικές που ακολουθούν άλλα κράτη μέλη τα τελευταία χρόνια, οι οποίες καταδεικνύουν τη σοβαρότητα του μεταναστευτικού ζητήματος και την ανάγκη για ενιαία και ολοκληρωμένη διαχείρισή του.
«Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η πολιτική της ΕΕ θα πρέπει να συνυπολογίζει περισσότερο τα νησιωτικά κράτη και περιοχές, στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτικής για όλα τα ευρωπαϊκά νησιωτικά εδάφη», ανέφερε. Τόνισε ότι «η υποστήριξη των νησιωτικών περιοχών μας δεν είναι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης και ανάγκης ισότιμης κατανομής βαρών, αλλά και στρατηγικής σημασίας για την ΕΕ. Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να διασφαλίσουμε ότι τα νησιά μας θα συνεχίσουν να ανθίζουν και να συμβάλλουν στην κοινή μας ευημερία».
Τέλος, τόνισε την ετοιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αντιμετωπίσει τις πολυσύνθετες προκλήσεις που άπτονται του μεταναστευτικού, σε συνεργασία τόσο με την ΕΕ και τα κράτη-μέλη όσο και με τρίτες χώρες, πάντα στο πλαίσιο του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου.